- κοσμητος
- κοσμητός3приведенный в порядок, красиво устроенный
(πρασιαί Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρασιαί Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοσμητός — κοσμητός, ή, όν (Α) [κοσμώ] καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κοσμητός — well ordered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητόν — κοσμητός well ordered masc acc sg κοσμητός well ordered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητούς — κοσμητός well ordered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοκόσμητος — ἡλιοκόσμητος, ον (Μ) φρ. «οὐρανός ἡλιοκόσμητος» ουρανός που στολίζεται από τον ήλιο, λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κοσμητος (< κοσμώ «στολίζω»), πρβλ. αδια κόσμητος, α κόσμητος] … Dictionary of Greek
χαριτοκόσμητος — ον, Μ στολισμένος από τις Χάριτες ή προικισμένος με χάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ), πρβλ. εὐ κόσμητος] … Dictionary of Greek
χρυσιοκόσμητος — ον, Μ χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ «στολίζω»), πρβλ. εὐ κόσμητος] … Dictionary of Greek
χρυσοκόσμητος — η, ο / χρυσοκόσμητος, ον, ΝΜ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ «διακοσμώ»), πρβλ. εὐ κόσμητος] … Dictionary of Greek
θεοκόσμητος — θεοκόσμητος, ον (Μ) ο προικισμένος από τον θεό, ο ευλογημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κόσμητος (< κοσμώ), πρβλ. α δια κόσμητος, ευ κό σμητος] … Dictionary of Greek
στεφοκόσμητος — ον, Μ ο διακοσμημένος με στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + κόσμητος (< κοσμῶ), πρβλ. ευ κόσμητος] … Dictionary of Greek
κοσμητῶν — κοσμητέω hold office of pres part act masc nom sg (attic epic doric) κοσμητής orderer masc gen pl κοσμητός well ordered fem gen pl κοσμητός well ordered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)